πεφυσιωμένος

πεφυσιωμένος
-η, -ον, Α
βλ. φυσιοῡμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεφυσιωμένος — πεφῡσιωμένος , φυσιόω dispose one naturally perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιώ — (I) άω, Α [φῡσα] 1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω 2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.) 3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι. (II) όω, Α [φύσις] κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”